- ερωτικοενήδονος
- ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek